- κλοπαῖος
- κλοπ-αῖος, α, ον,A stolen,
πυρὸς πηγή A.Pr.110
, cf.S.Ichn.76, E.Alc. 1035.2 furtive, fraudulent,κλοπαίων τε καὶ βιαίων Pl.Lg.934c
;ἀφανισμός D.H.2.71
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυρὸς πηγή A.Pr.110
, cf.S.Ichn.76, E.Alc. 1035.κλοπαίων τε καὶ βιαίων Pl.Lg.934c
;ἀφανισμός D.H.2.71
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κλοπαίος — κλοπαῑος, αία, αῖον (Α) [κλοπή] 1. αυτός που προέρχεται από κλοπή, ο κλεμμένος («θηρῶμαι πυρὸς πηγὴν κλοπαίων», Αισχύλ.) 2. λαθραίος, δόλιος («τῶν κλοπαίων τε καὶ βιαίων πάντων τὰς ζημίας», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
κλοπαῖον — κλοπαῖος stolen masc acc sg κλοπαῖος stolen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλοπαῖα — κλοπαῖος stolen neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλοπαίας — κλοπαί̱ᾱς , κλοπαῖος stolen fem acc pl κλοπαί̱ᾱς , κλοπαῖος stolen fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλοπαίων — κλοπαί̱ων , κλοπαῖος stolen fem gen pl κλοπαί̱ων , κλοπαῖος stolen masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλοπαίως — κλοπαί̱ως , κλοπαῖος stolen adverbial κλοπαί̱ως , κλοπαῖος stolen masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλωπήιος — κλωπήιος, ΐη, ον (Α) [κλωψ] (ιων. και ποιητ. τ.) κλοπαίος* … Dictionary of Greek
κλοπαίαν — κλοπαί̱ᾱν , κλοπαῖος stolen fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλοπαίου — κλοπαί̱ου , κλοπαῖος stolen masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)